Είχαν περάσει τρεις ημέρες από το ρεσάλτο και ο Κρίστοφερ Σεπράντο, Φιλιππινέζος ναύτης σε ελληνικών συμφερόντων χημικό δεξαμενόπλοιο, ακόμη αγνοείτο. Ωσπου στις 11 Μαΐου 2011 εντοπίστηκε στην παραλία Ακπάκπα Ντοντομέ του Μπενίν, σε κοντινή απόσταση από τις εκβολές ποταμού, μία σορός. Οι πειρατές, αφού εξασφάλισαν ότι κανείς δεν τους κατεδίωκε, τον παράτησαν εκεί με μία σφαίρα στον αριστερό πνεύμονα. Ο όμηρος δεν τους ήταν πλέον χρήσιμος.
Στις αρχές Ιανουαρίου 2019, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά τη δολοφονία του Φιλιππινέζου ναυτικού, το Μονομελές Εφετείο Πειραιά έκρινε ότι ο θάνατός του ήταν εργατικό ατύχημα και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, βάσει της οποίας πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση στα αδέλφια του. Η υπόθεση αναδεικνύει τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι ναυτικοί στα μακρινά ταξίδια τους, αλλά και τα ειδικά μέτρα προστασίας που πρέπει να λαμβάνουν τα πλοία στη Δυτική Αφρική.
Το ίδιο πέρασμα παραμένει επισφαλές και σήμερα. Σύμφωνα με στοιχεία που παραχώρησε το υπουργείο Ναυτιλίας στην «Καθημερινή», μέσα στο 2018 καταγράφηκε μία απόπειρα πειρατείας κατά ελληνικού πλοίου νότια του Μπενίν. Αντίστοιχες απόπειρες σημειώθηκαν το ίδιο έτος στην Ερυθρά Θάλασσα, ανατολικά των ακτών του Ομάν και νότια του κόλπου της Υεμένης, ενώ οι πειρατές κατόρθωσαν να χτυπήσουν επιτυχώς δύο ελληνικά πλοία στα ανοιχτά της Γκάνας και στον κόλπο της Γουινέας.
Η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Ναυσιπλοΐας (IMB, τμήμα του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου) ανεβάζει τον αριθμό των πλοίων ελληνικών συμφερόντων που δέχθηκαν επιθέσεις πειρατών πέρυσι σε 34. Και αυτό γιατί περιλαμβάνονται στην καταγραφή πλοία των οποίων οι διαχειρίστριες εταιρείες έχουν ως βάση την Ελλάδα. Η χώρα μας είναι δεύτερη στη σχετική λίστα, πίσω από τη Σιγκαπούρη όπου έχουν τη βάση τους οι διαχειρίστριες εταιρείες 41 πλοίων-θυμάτων πειρατείας.
Βάρκες που χρησιμοποιούσαν για τις επιθέσεις τους πειρατές στην Αφρική.
Ο Σεπράντο υπέγραψε τη σύμβαση εργασίας του στις 21 Δεκεμβρίου του 2010 στη Μανίλα και έπιασε δουλειά ως προσοντούχος ναύτης σε ελληνικών συμφερόντων χημικό-πετρελαιοφόρο πλοίο. Ηταν κάτοχος πιστοποιητικού επιτυχούς ολοκλήρωσης μαθημάτων ναυτιλιακής ασφάλειας από τον Ιούλιο του 2009. Μία ημέρα πριν από την πρόσληψή του είχε ολοκληρώσει με επιτυχία εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της πειρατείας που διεξήχθη υπό την αιγίδα πρακτορείου πληρωμάτων. Η προετοιμασία τόσο του ιδίου, όσο και άλλων συναδέλφων του, συνεχίστηκε και μακριά από τη στεριά. Η εφοπλίστρια, μέσω της συνεργασίας της με εξειδικευμένη εταιρεία, παρείχε εν πλω ηλεκτρονική εκπαίδευση στο πλήρωμά της για θέματα ασφαλείας. Ενδεικτικά, στις 26 Φεβρουαρίου 2011, το πλήρωμα του χημικού δεξαμενόπλοιου ενημερώθηκε για τον κίνδυνο της πειρατείας.
Η επίθεση
Δύο μήνες αργότερα το χημικό δεξαμενόπλοιο αγκυροβόλησε στον κόλπο της Γουινέας, σε απόσταση τεσσάρων ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Μπενίν, για να φορτώσει αμόλυβδη βενζίνη. Παρέμεινε εκεί επί ημέρες, αναμένοντας τις οδηγίες των ναυλωτών.
Οπως επισημαίνεται και στη δικαστική απόφαση, εκείνη την περίοδο το Μπενίν δεν είχε συμπεριληφθεί –ακόμη– επισήμως στις ζώνες υψηλού κινδύνου. Οι σχετικές εγκύκλιοι του ελληνικού υπουργείου Ναυτιλίας αναφέρονταν τότε σε περιστατικά πειρατείας ανοιχτά της Σομαλίας και στην περιοχή του κόλπου του Αντεν. Κρούσματα επιθέσεων όμως υπήρχαν και στη Δυτική Αφρική. Πυροβολισμοί, απαγωγές και βασανιστήρια ήταν ορισμένες από τις μεθόδους που επέλεγαν οι πειρατές σε αυτά τα μέρη.
Ηδη, από τον Απρίλιο του 2011, ένα μήνα πριν από τη δολοφονία του Σεπράντο, ο πρεσβευτής του Μπενίν στο Ντουμπάι είχε δηλώσει σε διεθνές συνέδριο: «Η μάστιγα της πειρατείας μετακινείται σε άλλες περιοχές της Αφρικής. Η χώρα μου, το Μπενίν, είναι ένα από τα άγνωστα θύματα αυτής της παράνομης δραστηριότητας. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης έχει γίνει τακτικός μάρτυρας πειρατικών επιθέσεων και απειλών στα ύδατά της».
Το πλοίο στο οποίο εργαζόταν ο Σεπράντο είχε συμπληρώσει σχεδόν δύο εβδομάδες στο ίδιο σημείο, ανοιχτά της Κοτονού, πρωτεύουσας του Μπενίν, όταν εμφανίστηκαν οι πειρατές. Ηταν χωρισμένοι σε ομάδες, οπλισμένοι με τουφέκια και μακριά μαχαίρια. Επιτέθηκαν τα ξημερώματα της 8ης Μαΐου 2011 κατά του χημικού δεξαμενοπλοίου, αλλά και των πλοίων «Energizer» και «Valparaiso» που είχαν αγκυροβολήσει δίπλα. Ο Σεπράντο εκτελούσε νυχτερινή βάρδια επιφυλακής στο κατάστρωμα, αλλά δεν τους αντιλήφθηκε εγκαίρως.
Επτά άνδρες σκαρφάλωσαν με ανεμόσκαλα στο πλοίο πυροβολώντας αδιακρίτως, αρπάζοντας χρήματα του πληρώματος και ό,τι πολύτιμο έβρισκαν στο πέρασμά τους. Σφαίρες τους καρφώθηκαν και στις καμπίνες των ναυτικών. Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος πρόφτασαν να κρυφτούν σε ειδικό, ασφαλή χώρο. Ο Φιλιππινέζος όμως δεν τα κατάφερε και έπεσε στα χέρια των πειρατών. Τον πήραν όμηρο, για να εξασφαλίσουν ότι κανείς δεν θα τους ακολουθήσει.
Παρά τις εκκλήσεις του πλοιάρχου, την επόμενη ημέρα δέκα ώρες μετά την αρπαγή του Σεπράντο οι λιμενικές αρχές του Μπενίν δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη στην περιοχή. Το δεξαμενόπλοιο παρέμεινε αγκυροβολημένο εκεί μέχρι και τις 24 Μαΐου 2011, όταν έλαβε σήμα να φορτώσει επιπλέον αμόλυβδη βενζίνη και να την παραδώσει σε λιμάνι της Νιγηρίας.
Αντλίες νερού και ραντάρ στην «ασπίδα» των πλοίων
Το Μονομελές Εφετείο Πειραιά αναγνώρισε ότι υπήρξε μέριμνα για εκπαίδευση του πληρώματος κατά της πειρατείας στο ελληνικών συμφερόντων δεξαμενόπλοιο. Δέχθηκε ακόμη ότι την κρίσιμη στιγμή το πλήρωμα συγκεντρώθηκε σε ειδικό προκαθορισμένο και ασφαλή χώρο, ότι ενεργοποιήθηκε το ηχητικό σύστημα κινδύνου και ότι έγιναν οι απαραίτητες κλήσεις για βοήθεια.
Εκρινε, όμως, ότι το πλοίο δεν έπρεπε να αγκυροβολήσει επί μακρόν σε αυτή την επικίνδυνη περιοχή, αλλά να συνέχιζε το ταξίδι του. Η πολυήμερη παραμονή του εκεί έδωσε, κατά το εφετείο, χρόνο στους πειρατές να προετοιμάσουν το χτύπημά τους και αύξησε τις πιθανότητες επίθεσης στο πλοίο. Ακόμη, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, έπρεπε να είχαν ληφθεί και πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Η βάρδια επιφυλακής έπρεπε να ήταν επανδρωμένη και με άλλους ναυτικούς, όχι μόνο από τον Σεπράντο, ώστε να γίνεται έλεγχος όλων των πλευρών.
Σε συνεννόηση με τα άλλα δύο πλοία που είχαν αγκυροβολήσει δίπλα θα μπορούσε να είχε οργανωθεί ένα κοινό σχέδιο παρακολούθησης αλλά και αμυντικής δράσης κατά των πειρατών. Ο φωτισμός στο δεξαμενόπλοιο έπρεπε να είχε αυξηθεί, να γινόταν χρήση νυχτερινών μέσων κατόπτευσης, αλλά και των ραντάρ. Στα προτεινόμενα μέτρα ασφαλείας κατά της πειρατείας προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ζώνης επιτήρησης και επιφυλακής με εμβέλεια ενός έως δύο ναυτικών μιλίων από την πρύμνη. Σε περίπτωση που κάποιο μικρό άγνωστο σκάφος (οι πειρατές κινούνται συνήθως με μικρά ταχύπλοα) εντοπιστεί σε αυτή την απόσταση σημαίνει συναγερμός.
Ακόμη, το δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να είχαν ενεργοποιηθεί αμυντικά μέτρα στο πλοίο. Αυτά περιλαμβάνουν και τη χρήση αντλιών που εκτοξεύουν συνεχώς νερό από την πρύμνη κατά των επίδοξων εισβολέων για να αποτρέψουν την επιβίβασή τους.
Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι ο Σεπράντο πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Οι πειρατές τον πυροβόλησαν στον θώρακα μετά τη διαφυγή τους.
«Καθημερινή»